- αέναος
- -η, -ο (Α ἀέναος, -ον και ιων. ἀείναος και συνηρ. ἀείνως)1. αυτός που ρέει διαρκώς, αστείρευτος, ανεξάντλητος2. αιώνιος, ακατάλυτος, διαρκής, άφθαρτος («αέναος διαδοχή τών ετών»)3. επίρρ. αενάωςσυνεχώς, διαρκώς, ακατάπαυστα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀέν (= ἀεὶ) + νάω, «ρέω» > *ἀένναος > αέναος, με απλοποίηση και ιων. ἀείναος, με απλοποίηση και αντέκταση, ἀείνως, με συναίρεση. Από το συνθ. ἀέναος, με απόσταση τού προτακτικού στοιχείου τής συνθέσεως, προήλθε ο επιρρηματικός τύπος ἀέ (= ἀεί). (Για τη δημιουργία λέξεων κατόπιν αποσπάσεως, πρβλ. κουτσός < κουτσο-μύτης < κοψο-μύτης, αψός < ἀψίχολος, σπανὸς < σπανοπώγων κ. ο. κ.)].
Dictionary of Greek. 2013.